ἔδεσμα

ἔδεσμα
ἔδεσμα, ατος, τό (on the old epic pres. ἔδω s. LfgrE s.v.; Pla. et al.; ViHab 5 [Sch. 86, 7]; Jos., Ant. 1, 43) food in our lit. only pl. (as Batr. 31; X., Hiero 1, 23; OGI 665, 59; LXX; TestJob 13:4; Test12Patr) Hv 3, 9, 3a; m 5, 2, 2; 6, 2, 5; 8:3; 12, 2, 1; Hs 5, 2, 9ff; 5, 3, 7; 5, 5, 3. μὴ ἔχειν ἐδέσματα have nothing to eat v 3, 9, 3b.—DELG s.v. ἔδω.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἔδεσμα — meat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έδεσμα — το (AM ἔδεσμα) 1. φαγητό, τροφή 2. φαγώσιμα κυρίως ψημένα μσν. (στα μοναστήρια) προσφάι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής σχηματισμός σε μα από το θ. τού αορ. ηδέσθην, παρακμ. εδήδεσμαι τού έδω*. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμό ενός αρχαίου ονόματος *έδμα] …   Dictionary of Greek

  • έδεσμα — το, ατος φαγητό, φαγώσιμο, φαΐ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐδεσμάτων — ἔδεσμα meat neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδέσμασι — ἔδεσμα meat neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδέσμασιν — ἔδεσμα meat neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδέσματα — ἔδεσμα meat neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδέσματι — ἔδεσμα meat neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδέσματος — ἔδεσμα meat neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεζές — ο 1. έδεσμα σε μικρή ποσότητα και συνήθως σε μικρά κομμάτια που προσφέρεται ως ορεκτικό για να συνοδέψει το κρασί ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό 2. (κατ επέκτ.) ελάχιστη ποσότητα φαγητού («το μεσημέρι δεν έφαγα, έναν μεζέ πήρα μόνο») 3. μτφ. μικρό… …   Dictionary of Greek

  • παράθεμα — το ΝΜΑ [παρατίθημι] νεοελλ. 1. απόσπασμα από συγγραφικό έργο που παρατίθεται αυτούσιο στον γραπτό λόγο για διασάφηση κάποιας έννοιας 2. μουσ. σύνθεση που συνδυάζει αριθμό γνωστών μελωδιών είτε ταυτόχρονα είτε, σπανιότερα, διαδοχικά, για την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”